ἐπάνοδος — rising up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάνοδος — η (AM ἐπάνοδος) 1. επιστροφή, γυρισμός («ἐπανόδου τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα παρεσκευασμένης αὐτῷ», Πλούτ.) 2. γυρισμός στην πατρίδα νεοελλ. σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνουμε σε ένα τμήμα λόγου (πρόταση, περίοδο κ.λπ.) τις λέξεις τού προηγούμενου … Dictionary of Greek
ξαναρχομός — επάνοδος, επανάκαμψη, επιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + ερχομός] … Dictionary of Greek
ἐπανόδοις — ἐπάνοδος rising up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανόδου — ἐπάνοδος rising up fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανόδους — ἐπάνοδος rising up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανόδων — ἐπάνοδος rising up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανόδῳ — ἐπάνοδος rising up fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάνοδοι — ἐπάνοδος rising up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάνοδον — ἐπάνοδος rising up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)